καμαρεύω
From LSJ
ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.
English (LSJ)
σωρεύω, φιλοπονῶ, πορίζω, κακοπαθῶ, συνάγω, and καμαρεύουσα· φιλοπονοῦσα, πορίζουσα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1316] über einander wölben, in ein Gewölbe zusammentragen, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰμᾰρεύω: «σωρεύω. φιλοπονῶ. πορίζω. κακαπαθῶ. συνάγω» Ἡσύχ. (ἀμφίβ. λέξ.).
Greek Monolingual
καμαρεύω (Α) καμάρα
(κατά τον Ησύχ.)
1. «σωρεύω, φιλοπονῶ, πορίζω, κακοπαθῶ, συνάγω»
2. (το θηλ. της μτχ. ενεστ.) καμαρεύουσα
«φιλοπονοῦσα, πορίζουσα».