μελέϊνος

From LSJ
Revision as of 15:35, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")

Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελέϊνος Medium diacritics: μελέϊνος Low diacritics: μελέϊνος Capitals: ΜΕΛΕΪΝΟΣ
Transliteration A: meléïnos Transliteration B: meleinos Transliteration C: meleinos Beta Code: mele/i+nos

English (LSJ)

η, ον, A ashen, IG22.1672.307, Thphr.HP5.7.8; cf. μελίϊνος, μέλινος.

German (Pape)

[Seite 121] = μελίϊνος, eschen, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

μελέϊνος: -η, -ον, = μέλινος, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 8.

Greek Monolingual

μελέϊνος, -η, -ον (Α)
αυτός που έχει κατασκευαστεί από ξύλο μελίας, ο μελίινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελία «φλαμουριά», κατά το πτελέϊνος, ή από το επίθ. μελίινος με ανομοιωτική τροπή του -ι- σε -ε-].