συνθηκοφύλαξ
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ, A guarantor of a covenant, Sch.Il.23.486, Sch.A.R.4.1558; = sequester, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
συνθηκοφύλαξ: ὁ, τὰς συνθήκας φυλάσσων, μάρτυς συνθηκῶν, Σχόλ. Ἰλ. Ψ. 486.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, A
ο φύλακας τών συνθηκών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνθήκη + φύλαξ (πρβλ. χρηματο-φύλαξ)].