ἀκίναγμα

From LSJ
Revision as of 19:27, 3 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">Fr.anon</b>" to "Fr.anon")

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκίναγμα Medium diacritics: ἀκίναγμα Low diacritics: ακίναγμα Capitals: ΑΚΙΝΑΓΜΑ
Transliteration A: akínagma Transliteration B: akinagma Transliteration C: akinagma Beta Code: a)ki/nagma

English (LSJ)

[ᾰκῐ], τό, A = τίναγμα, χειρῶν ἠδὲ ποδῶν Lyr.Adesp.30 B (= Call.Fr.anon.68):—also ἀκιναγμός, ὁ, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκίναγμα: [ᾰκῐ], τό, -γμός, ὁ, = τίναγμα, -γμός, «χειρῶν ἠδὲ ποδῶν ἀκινάγματα, τὰ τινάγματα τῶν ποδῶν μετὰ ῥυθμοῦ, καὶ τὰ τῶν χειρῶν κινήματα», Ποιητ. ἐν Ἐτυμ. Μ. 48. 39.

Spanish (DGE)

-ματος, τό

• Prosodia: [ᾰκῐ-]
sacudida, temblor χειρῶν ἠδὲ ποδῶν Lyr.Adesp.122.

Greek Monolingual

ἀκίναγμα, το (Α)
το ρυθμικό τίναγμα τών ποδιών και των χεριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ακινάκης].