πολυπρόσωπος
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
English (LSJ)
ον, A many-faced, multiform, οὐρανός the ever-changing sky, Lyc.Sophist. ap.Arist.Rh.1405b35; πράγματα Vett.Val.in Cat.Cod.Astr.8(1).166; with many masks or characters, δρᾶμα Luc.Nigr.20; (ὄρχησις) Plu.2.711f; τὸ π. τῶν ὀρχημάτων Luc.Asin.49. 2 of many persons, γενεά J.BJ1.28.4. Adv. πολύ-πως, συναγωνιζόμενοι, of conspirators, Id.AJ16.3.3.
German (Pape)
[Seite 670] mit vielen Gesichtern, vielgestaltig, so nannte Lycophr. trag. den Himmel, Arist. rhet. 3, 3; – von der Tragödie oder Comödie, mit vielen Masken, vielen darin auftretenden Personen, δρᾶμα, Luc. Nigr. 20 salt. 46.
Greek (Liddell-Scott)
πολυπρόσωπος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰ πρόσωπα, ποικιλόμορφος, οὐρανὸς π., ὁ ἀεὶ μεταβαλλόμενος οὐρανός, Λυκόφρ. Τραγ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 3. 3, 1· ἐπὶ δραμάτων, ὁ ἔχων πολλὰ πρόσωπα ἢ χαρακτῆρας, Λουκ. Νιγρῖν. 20, πρβλ. Πλούτ. 2. 711F, κτλ. ― Ἐπίρρ. -πως, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 16. 3, 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui offre divers aspects;
2 qui se compose de plusieurs personnages ou rôles (pièce de théâtre).
Étymologie: πολύς, πρόσωπον.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολυπρόσωπος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει πολλά πρόσωπα, που αλλάζει εμφάνιση
2. (για θεατρικά έργα) αυτός στον οποίο υπάρχουν πολλά πρόσωπα, πολλοί ρόλοι
3. αυτός που αποτελείται από πολλά πρόσωπα (α. «πολυπρόσωπη αποστολή» β. «πολυπρόσωπος γενεά», Ιώσ.).
επίρρ...
πολυπροσώπως Α
κατά τρόπο πολυπρόσωπο, με μεγάλο αριθμό προσώπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. μακρο-πρόσωπος, στρογγυλο-πρόσωπος.
Greek Monotonic
πολυπρόσωπος: -ον (πρόσωπον), αυτός που έχει πολλά πρόσωπα, πολλά προσωπεία ή χαρακτήρες, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
πολυπρόσωπος:
1) многоликий, т. е. изменчивый (οὐρανός Arst.);
2) исполняемый многими лицами (δρᾶμα Luc.; ὄρχησις Plut.);
3) грам. изменяемый по лицам.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυπρόσωπος -ον [πολύς, πρόσωπον] met veel gezichten:; τὸν πολυπρόσωπον οὐρανόν de hemel met zijn vele gezichten Aristot. Rh. 1405b36 (citaat Lycophron); met veel personages:. ἐν... πολυπροσώπῳ δράματι in een toneelstuk met vele rollen Luc. 8.20.
Middle Liddell
πολυ-πρόσωπος, ον, πρόσωπον
many-faced, with many masks or characters, Luc.