ὀχλεύω
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
= ὀχλέω (move, disturb, sweep away, trouble, importune, be troublesome, be irksome, be troubled, be crowded), Hsch. (Pass.).
German (Pape)
[Seite 430] = μοχλεύω, wohl nur in VLL.
Greek Monolingual
ὀχλεύω (Α)
οχλώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο τ. ὀχλεύονται, που παραδίδει ο Ησύχ., είναι εσφαλμ. γρφ. του τ. ὀχλεῦνται].