ἐκέχειρον
From LSJ
English (LSJ)
τό, = ἐκεχείριον (travelling allowance for envoys who announce a sacred truce), IG 12(5).1341.53 (Paros), 629.26 (Pergam., ii BC) ; cf. ἐκέχειρον· τὸ ἀργύριον, Hsch.
Spanish (DGE)
-ου, τό
1 aguinaldo, regalo en metálico, dado a los teoros que vienen a anunciar la tregua sagrada por unas fiestas panhelénicas διδόμεν δ[ὲ ἐκέχει] ρον καὶ ξένια ὅσα καὶ τοῖς τὰ Ὀλύμπια ἐπαγγελλόντοις θεωροῖς δίδοντι FD 3.240.27 (II a.C.), cf. IM 50.53 (III/II a.C.), Robert, Et.Epigr.et Phil.70 (Mégara III/II a.C.); ἐ.· τὸ ἀργύριον Hsch.
2 tregua sagrada IO 116.2 (III d.C.).
Greek Monolingual
ἐκέχειρον και ἐκεχείριον, το (Α)
1. τα έξοδα του ταξιδιού τών θεωρών ή τών κηρύκων που ανάγγελλαν την ιερή εκεχειρία
2. αργύριο.