Χαρώνειος
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
v. Χαρώνιος.
Greek (Liddell-Scott)
Χᾰρώνειος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν Χάρωνα, πρόσωπον Τζέτζ. εἰς Ἰλ. 93. 5· ἐντεῦθεν, 1) Χ. θύρα, δι’ ἧς οἱ κατάδικοι ἤγοντο εἰς τὸν θάνατον, Σουΐδ., Παροιμιογρ.· ὡσαύτως Χαρώνειον, τό, Πολυδ. Η΄, 102, Ἡσύχ. ἔνθα: «Χαρώνειον· θύρα μία τοῦ νομοφυλακίου δι’ ἧς οἱ κατάδικοι τὴν ἐπὶ θανάτου ἐξήγοντο» (ἔνθα φέρεται Χαρώνιον). 2) Χ. κλῖμαξ, κλῖμαξ ἐν τῷ θεάτρῳ φέρουσα εἰς τὴν σκηνὴν ἐκ τοῦ ὑπ’ αὐτὴν χώρου, οἱονεὶ ἐκ τοῦ κάτω κόσμου, δι’ ἧς ἀνήρχοντο τὰ φαντάσματα, Πολυδ. Δ΄, 132, πρβλ. Herm. Opusc. 6. 2, 133. 3) Χ. βάραθρα, σπήλαια πλήρη ὑπογείων ἀναθυμιάσεων, ὡς τὸ Grotto del Cane παρὰ τὴν Νεάπολιν· τοιοῦτοι τόποι ἐθεωροῦντο ὡς εἴσοδοι ἄγουσαι εἰς τὸν κάτω κόσμον, Στράβ. 579, Διογέν. Λαέρτ. 7. 123· Χ. σπήλαιον, ἄντρον Στράβ. 636, 649· πρβλ. Πλουτώνιος, καὶ ἰδὲ Foës. Oec. Hipp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de Charon, càd des Enfers.
Étymologie: Χάρων.
Russian (Dvoretsky)
Χᾰρώνειος: харонов: Χαρώνεια βάραθρα Diog. L. Хароновы пропасти (глубокие, наполненные ядовитыми испарениями пещеры, которые считались входами в подземное царство).