κεκάδοντο
From LSJ
ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
English (LSJ)
v. χάζομαι.
German (Pape)
[Seite 1413] aor. zu χάζομαι.
French (Bailly abrégé)
v. χάζω.
English (Autenrieth)
see χάζομαι.
Greek Monotonic
κεκάδοντο: [ᾰ], γʹ πληθ. Επικ. αορ. βʹ του χάζομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεκάδοντο en κεκαδών zie κεκαδεῖν.