ἰηλεμίστρια
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
English (LSJ)
Ionic for ἰαλεμίστρια.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
ion.
pleureuse.
Étymologie: ἰαλεμίζω.