προσκάτημαι
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
English (LSJ)
Ionic for προσκάθημαι.
German (Pape)
[Seite 768] ion. = προσκάθημαι, Her.
French (Bailly abrégé)
ion. c. προσκάθημαι.
Russian (Dvoretsky)
προσκάτημαι: ион. = προσκάθημαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-κάτημαι Ion. voor προσκάθημαι.