περικάτημαι
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
English (LSJ)
Ionic for περικάθημαι.
German (Pape)
[Seite 579] ion. statt περικάθημαι.
French (Bailly abrégé)
ion. c. περικάθημαι.
Greek Monotonic
περικάτημαι: Ιων. αντί -κάθημαι.
Russian (Dvoretsky)
περικάτημαι: ион. = περικάθημαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περικάτημαι Ion. voor περικάθημαι.