κατασφάττω
From LSJ
τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)
English (LSJ)
later for κατασφάζω.
French (Bailly abrégé)
att. c. κατασφάζω.
English (Strong)
from κατά and σφάζω; to kill down, i.e. slaughter: slay.
Greek Monolingual
κατασφάττω (Μ)
βλ. κατασφάζω.
Russian (Dvoretsky)
κατασφάττω: атт. = κατασφάζω.
Chinese
原文音譯:katasf£ttw, (katasf£zw) 卡他-士法拖
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向下-殺
字義溯源:殺掉,殺了,屠殺;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(σφάζω)*=宰,宰殺)組成。比較 (θύω / ἐπιθύω)同源字, (ἀναιρέω)同義字
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 殺了(1) 路19:27