τρωματίζω
From LSJ
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
English (LSJ)
Ionic for τραυματίζω.
French (Bailly abrégé)
ion. c. τραυματίζω.
Greek Monolingual
Α
ιων. τ. βλ. τραυματίζω.