κρουσματικός

From LSJ
Revision as of 10:48, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρουσματικός Medium diacritics: κρουσματικός Low diacritics: κρουσματικός Capitals: ΚΡΟΥΣΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: krousmatikós Transliteration B: krousmatikos Transliteration C: krousmatikos Beta Code: krousmatiko/s

English (LSJ)

v. κρουματικός.

German (Pape)

[Seite 1514] = κρουματικός; λέξεις κρ., Pol. 3, 36, 3, von leeren, bloß tönenden Wörtern.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
c. κρουματικός.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κρουσματικός και κρουματικός, -ή, -όν) κρούσμα
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κρούσμα νόσου
αρχ.
κρουματικός.