μυδιόσκελλον
From LSJ
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
English (LSJ)
τό, = μύδιον.
Greek Monolingual
μυδιόσκελλον, τὸ (Α)
μικρός εμβρυουλκός, μαιευτική λαβίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύδιον «μαιευτική λαβίδα» + σκελλός «με στραβά πόδια»].