λαβρώνιον

From LSJ
Revision as of 10:50, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαβρώνιον Medium diacritics: λαβρώνιον Low diacritics: λαβρώνιον Capitals: ΛΑΒΡΩΝΙΟΝ
Transliteration A: labrṓnion Transliteration B: labrōnion Transliteration C: lavronion Beta Code: labrw/nion

English (LSJ)

τό, = λαβρώνιος.

German (Pape)

[Seite 2] τό, = Vorigem, Men. bei Ath. a. a. O. im plur.; vgl. Suid. u. Meincke Men. 14.

Greek Monolingual

λαβρώνιον, τὸ, και λαβρώνιος, ὁ (AM)
είδος μεγάλου και πλατιού περσικού ποτηριού που είχε μεγάλες λαβές στολισμένες με ανάγλυφα ή και με πολύτιμους λίθους («ἔνδον ἔστ', ἄνδρες ποτηρίδια..., τραγέλαφοι, λαβρώνια», Μεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει συνδεθεί με την λ. λαβρότης, πιθ. όμως να είναι δάνειο από την Περσική].

Russian (Dvoretsky)

λαβρώνιον: τό и λαβρώνιος ὁ чаша, кубок Men.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: a large wide cup
Other forms: -ιος m. (Men., Diph., H.), -ία f. (Eust.)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Acc. to Ath. 11, 484 c ἐκπώματος Περσικοῦ εἶδος ἀπὸ τῆς ἐν τῳ̃ πίνειν λαβρότητος ώνομασμένον; folketymology?

Frisk Etymology German

λαβρώνιον: {labrṓnion}
Forms: -ιος m. (Men., Diph., H.), -ία f. (Eust.)
Grammar: n.,
Meaning: N. eines Trinkgefäßes mit Henkel.
Etymology : Nach Ath. 11, 484 c ἐκπώματος Περσικοῦ εἶδος ἀπὸ τῆς ἐν τῳ̃ πίνειν λαβρότητος ώνομασμένον; somit volksetymologisch zurechtgelegtes Fremdwort?
Page 2,67