προὐννέπω
From LSJ
ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head
English (LSJ)
v. προεννέπω.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
προὐννέπω: ἴδε ἐν λ. προενν-.
French (Bailly abrégé)
contr. de προεννέπω.
Greek Monotonic
προὐννέπω: βλ. προ-εννέπω.
Russian (Dvoretsky)
προὐννέπω: стяж. = προεννέπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προὐννέπω zie προεννέπω.
Middle Liddell
only in pres. and imperf.]
to proclaim, announce, Aesch., Eur.; πρ. τινὶ ὅτι . . Aesch.: c. inf., πρ. τινὰ χαίρειν I publicly bid him hail, Soph., Eur.