αἱμάτινος
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
η, ον, of blood, bloody, στιγμή Arist. HA 561a11; δάκρυα Sch. E. Hec. 241.
red, of glass, Plin. HN 36.198.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμάτῐνος: -η, -ον, ἐξ αἵματος, αἱματώδης· στιγμή, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 3, 2· δάκρυα, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 238.
Spanish (DGE)
-η, -ον
I 1sangriento, sanguinolento στιγμή Arist.HA 561a11, δάκρυα Sch.E.Hec.241.
2 rojo, sangre, uitrum Plin.HN 36.198.
3 fig. físico, biológico, humano τὸ ζῇν τὸ αἱ. la vida física Pall.V.Chrys.17.223, γένος αἱ. lazo de sangre Pall.V.Chrys.20.560.
II medic. subst. τὸ αἱ. un tipo de colirio αἱμάτινον ... τραχωματικὸν ἀγαθόν Synerus en Gal.12.775, haem(atinum) ad asp(ritudines), CIL 13.10021.149 (imper.).
Russian (Dvoretsky)
αἱμάτῐνος: (μᾰ) кровавый (στιγμή Arst.).