σίσυρνος

From LSJ
Revision as of 10:59, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σίσυρνος Medium diacritics: σίσυρνος Low diacritics: σίσυρνος Capitals: ΣΙΣΥΡΝΟΣ
Transliteration A: sísyrnos Transliteration B: sisyrnos Transliteration C: sisyrnos Beta Code: si/surnos

English (LSJ)

(a kind of bandage, cf. σίσυρος), and σίσυρνον, τό, Hsch.; — Dim. σισύρνιον, τό, to be read in Sch. Theoc. 5.15.

German (Pape)

[Seite 884] ὁ, = σίσυρνα, σισύρα. Auch ein wundärztlicher Verband, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σίσυρνος: «οὕτω καλεῖταί τις τῶν ἰατρικῶν ἐπιδέσμων» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

και σίσυρος, ὁ, Α
1. σισύρα
2. (κατά τον Ησύχ.) «οὕτω καλεῑταί τις τῶν ἰατρικῶν ἐπιδέσμων».
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένοι τ. τών σίσυρνα / σισύρα κατά τα αρσ.].