κηλοτόμος
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, herniotomist, Gal. Thras. 24. (v.l. κηλοτομικόν<b).
Greek (Liddell-Scott)
κηλοτόμος: -ον, ὁ τὴν κήλην τέμνων, Παῦλ. Αἰγ. 6, 61, σ. 197, 34.
Greek Monolingual
κηλοτόμος, ὁ (Α)
αυτός που τέμνει, που χειρουργεί την κήλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κήλη + -τόμος (< τέμνω «κόβω»), πρβλ. κεφαλο-τόμος, ομφαλο-τόμος.