περικόπτης
From LSJ
τῇ διατάξει σου διαμένει ἡ ἡμέρα ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά → the day continues by thy arrangement; for all things are thy servants
English (LSJ)
ου, ὁ, mason, POxy. 1146.15 (iv AD).
thief, robber, Hsch., Phot.
German (Pape)
[Seite 580] ὁ, Dieb, Räuber, Phot.
Greek (Liddell-Scott)
περικόπτης: -ου, ὁ, κλέπτης, «περικόπται: κλῶπες» Φώτ. σ. 418, 6, Πόρσων, «περικόπται· κλῶπες, λησταὶ» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ὁ, Α περικόπτω
1. τέκτονας, κτίστης
2. (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) «κλώψ, λῃστής».