πρωτόβολος
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
ον, Pass., first struck, τέρμονα π. ἁλίῳ E. Tr. 1068 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui pousse le premier ou la première fois;
2 qui pousse ses premières dents en parl. d’un cheval.
Étymologie: πρῶτος, βάλλω.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που τον χτυπούν ή που τον χτύπησαν πρώτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ορθό-βολος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].
Greek Monotonic
πρωτόβολος: -ον (βάλλω), αυτός που χτυπιέται πρώτος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
πρωτόβολος: прежде всех освещаемый или согреваемый (ἁλίῳ Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρωτόβολος -ον [πρῶτος, βάλλω] het eerst getroffen:. π. ἁλίῳ door de stralen van de zon Eur. Tr. 1068.