νηξίπους

From LSJ
Revision as of 11:01, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηξίπους Medium diacritics: νηξίπους Low diacritics: νηξίπους Capitals: ΝΗΞΙΠΟΥΣ
Transliteration A: nēxípous Transliteration B: nēxipous Transliteration C: niksipous Beta Code: nhci/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. -ποδος, webfooted, gloss on νέποδες, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

νηξίπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ ἔχων τοὺς πόδας καταλλήλους πρὸς νῆξιν, στεγανόπους, Εὐστ., κλ.· ἴδε νέποδες.

Greek Monolingual

νηξίπους, -ουν (Α)
αυτός που έχει πόδια κατάλληλα για κολύμβηση, που κολυμπά με τα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νῆξις «κολύμβηση» + πούς «πόδι» συνθ. του τύπου τερψίμβροτος].