οἰνοβαρέω
From LSJ
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
English (LSJ)
to be heavy with wine or be drunken with wine, Thgn. 503.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être alourdi par le vin.
Étymologie: οἰνοβαρής.
Greek Monotonic
οἰνοβᾰρέω: με βαραίνει το κρασί που ήπια, είμαι μεθυσμένος, σε Θέογν.