καρπιστεία
From LSJ
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
English (LSJ)
ἡ, = Latin vindiciae, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1328] ἡ, emancipatio. S. das Vorige 2.
Greek Monolingual
καρπιστεία και καρπιστία, ἡ (Α) καρπίζω (II)]
η κράτηση αμφισβητούμενου πράγματος ή σώματος μέχρι να λυθεί δικαστικώς η αμφισβήτηση.