ἀδῄωτος
From LSJ
ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)
English (LSJ)
ον, not ravaged, X. HG 3.1.5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδῄωτος: -ον, ὁ μὴ πορθηθείς, μὴ ἐρημωθείς, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1. 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non dévasté, non ravagé.
Étymologie: ἀ, δῃόω.
Spanish (DGE)
-ον
no arrasado χώρα X.HG 3.1.5, Λακωνική Plu.2.194b, cf. Ael.VH 13.42, τοὺς ... ἀγρούς Syrian.in Hermog.2.33.19.
Greek Monotonic
ἀδῄωτος: -ον, απόρθητος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀδῄωτος: неопустошенный, неразоренный (χώρα Xen., Plut.).
Middle Liddell
not ravaged, Xen.