γενητικός

From LSJ
Revision as of 16:50, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γενητικός Medium diacritics: γενητικός Low diacritics: γενητικός Capitals: ΓΕΝΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: genētikós Transliteration B: genētikos Transliteration C: genitikos Beta Code: genhtiko/s

English (LSJ)

A v.l. for γενν-, Arist.Top.124a24.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
generador subst. τὰ γενητικά op. τὰ φθαρτικά Arist.Top.124a24 (var.), Plu.2.1013b.

Greek Monolingual

γενητικός, -ή, -όν (Α)
ο γεννητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλη γραφή του γεννητικός. Για το ένα ή τα δύο -ν- της λ. βλ. λ. γεννώ].

Russian (Dvoretsky)

γενητικός: v. l. = γεννητικός.