λαμπροειδής
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
ές,
A bright-looking, v.l. for λαμπρός in Gal.UP8.6.
German (Pape)
[Seite 12] ές, glänzend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λαμπροειδής: -ές, ὁ λαμπρὸς φαινόμενος, Ἀθανάσ.
Greek Monolingual
-ές (Α λαμπροειδής, -ές) λαμπρός
αυτός που φαίνεται λαμπρά, καθαρά.