νοσηλός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν, A morbid, ὑγρόν Hp.Loc.Hom.10; diseased, v.l. for νοσηρός (q.v.). Adv. Comp. -ότερον with a sickly tendency, Id.Epid.6.6.8, Aph.6.2 (v.l. νοσηρ-).
Greek (Liddell-Scott)
νοσηλός: -ή, -όν, νοσῶν, νοσηρός, ἀσθενής, νοσηλότερον ὀστέον Ἱππ. 817G. - Ἐπίρρ. νοσηλῶς, νοσηρῷ τῷ τρόπῳ, Κλήμ. Ἀλ. Ι, 604C.
Greek Monolingual
νοσηλός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που προξενεί ασθένεια
2. ασθενής.
επίρρ...
νοσηλῶς (Α)
με νοσηρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + επίθημα -ηλός (πρβλ. καπν-ηλός, τρυφ-ηλός)].