γενεθλιολόγος
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
A = γενεθλιαλ-, Hsch. s.v. ἀστρολόγος.
German (Pape)
[Seite 481] = γενεθλιαλόγος, Hesych. Ebenso -λογία.
Spanish (DGE)
v. γενεθλιαλόγος.