θεωρητής
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A spectator, ἐργάται τῶν καλῶν καὶ θ. Phld.Oec.p.63J., cf. Hsch. s.v. θεωρούς. II overseer, director, Sch.Opp.H.3.257.
German (Pape)
[Seite 1205] ὁ, Erkl. von θεωρός, Hesych.; K. S.
Greek (Liddell-Scott)
θεωρητής: -οῦ, ὁ, ὁ θεατής, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ θεωρητής) θεωρώ
νεοελλ.
1. υπάλληλος που έχει ως έργο να θεωρεί, να ελέγχει και να εγκρίνει δημόσια έγγραφα
2. επιμελητής κειμένων
μσν.-αρχ.
θεατής
αρχ.
επιστάτης.