Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
Full diacritics: πρόσραμμα | Medium diacritics: πρόσραμμα | Low diacritics: πρόσραμμα | Capitals: ΠΡΟΣΡΑΜΜΑ |
Transliteration A: prósramma | Transliteration B: prosramma | Transliteration C: prosramma | Beta Code: pro/sramma |
ατος, τό, A patch, Phot. s.v. ὀχθοίβους.
πρόσραμμα: τό, τὸ προσραπτόμενον ἐπὶ χιτῶνος, ἐπίβλημα, Φώτ. 366 ἐν λ. ὀχθοίβους.
το, ΝΜΑ προσράπτω
το αποτέλεσμα του προσράπτω, καθετί που προστίθεται με ραφή πάνω σε κάτι άλλο, το μπάλωμα.