πρόσραμμα

From LSJ
Revision as of 17:54, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσραμμα Medium diacritics: πρόσραμμα Low diacritics: πρόσραμμα Capitals: ΠΡΟΣΡΑΜΜΑ
Transliteration A: prósramma Transliteration B: prosramma Transliteration C: prosramma Beta Code: pro/sramma

English (LSJ)

ατος, τό, A patch, Phot. s.v. ὀχθοίβους.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσραμμα: τό, τὸ προσραπτόμενον ἐπὶ χιτῶνος, ἐπίβλημα, Φώτ. 366 ἐν λ. ὀχθοίβους.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ προσράπτω
το αποτέλεσμα του προσράπτω, καθετί που προστίθεται με ραφή πάνω σε κάτι άλλο, το μπάλωμα.