κρουνίζω

From LSJ
Revision as of 18:25, 5 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "q.v." to "q.v.")

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρουνίζω Medium diacritics: κρουνίζω Low diacritics: κρουνίζω Capitals: ΚΡΟΥΝΙΖΩ
Transliteration A: krounízō Transliteration B: krounizō Transliteration C: krounizo Beta Code: krouni/zw

English (LSJ)

A discharge liquid in a slender stream, of the ῥυτόν (q.v.), κ. λεπτῶς Doroth. ap. Ath.11.497e:—Med., catch the liquid so running in one's mouth, Epin.2.3.

German (Pape)

[Seite 1514] Wasser springen lassen, wie aus einer Quelle ergießen, Ath. XI, 497 e, wo auch ein Beispiel des pass. aus dem com. Diphil. beigebracht ist.

Greek (Liddell-Scott)

κρουνίζω: ἐκχέω ὑγρὸν ἐν λεπτῇ ῥοῇ, ἐπὶ τοῦ ἔχοντος σχῆμα κέρατος ποτηρίου τοῦ καλουμένου, ῥυτὸν (ὃ ἴδε), κρ. λεπτῶς Δωρόθ. παρ’ Ἀθην. 497Ε. ― Μέσ., πίνω τὸ οὕτω ῥέον ὑγρὸν ὑποβάλλων τὸ στόμα, Ἐπίνικος ἐν «Ὑποβαλλομέναις» 1. 3.

French (Bailly abrégé)

lancer un jet d’eau;
Moy. κρουνίζομαι jaillir comme une source.
Étymologie: κρουνός.

Greek Monolingual

κρουνίζω (Α) κρουνός
1. χύνω λίγο λίγο νερό ή άλλο υγρό σε ποτήρι
2. μέσ. κρουνίζομαι
πίνω νερό ή άλλο υγρό που έχει χυθεί στο ποτήρι λίγο λίγο.

Greek Monotonic

κρουνίζω: μέλ. -σω (κρουνός), αναβλύζω, βγάζω.

Middle Liddell

κρουνίζω, fut. -σω κρουνός
to send forth a stream,