νοητικός

From LSJ
Revision as of 18:44, 24 February 2021 by Spiros (talk | contribs)

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοητικός Medium diacritics: νοητικός Low diacritics: νοητικός Capitals: ΝΟΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: noētikós Transliteration B: noētikos Transliteration C: noitikos Beta Code: nohtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A intellectual, opp. αἰσθητικός, τὸ νοητικόν Arist.de An.402b16; τὰ ν. μόρια Id.EN1139b12; ἡ ν. ψυχή, opp. ἡ αἰσθητική, Id.GA736b14, de An.429a28. Adv. νοητικῶς Porph.Gaur.17.6.

Greek (Liddell-Scott)

νοητικός: -ή, -όν, ὁ ταχέως, ὀξέως νοῶν, εὐφυής, ὀξύνους, ἀντίθετον τῷ αἰσθητικός, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 1. 1, 8, π. Ζ. Γεν. 2. 3, 7, πρβλ. Ἠθικ. Νικ. 6. 2, 6· ἡ ν. ψυχή, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἡ αἰσθητική, ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 2. 3, 7· τὸ νοητικόν, ἡ δύναμις τῆς ἀντιλήψεως, ὁ αὐτ. π. Ψυχῆς 2. 4, 1, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
doué de la faculté de penser, doué d’intelligence.
Étymologie: νοητός.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ νοητικός, -ή, -όν) νοητός
1. ικανός να νοεί, να συλλαμβάνει με τον νου
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ νοητικό(ν) η δύναμη της διάνοιας, η νόηση
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νόηση («νοητικές λειτουργίες»)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. αίνιγμα. Επιρρ. νοητικώς και -ά (Α νοητικῶς)
με νοητική ικανότητα, κατά τρόπο νοητικό.

Greek Monotonic

νοητικός: -ή, -όν (νοέω), ευφυής, οξύνους, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

νοητικός: наделенный способностью мышления, мыслящий (ψυχή Arst.; οὐσία Plut.).

Middle Liddell

νοητικός, ή, όν νοέω
intelligent, Arist.