μεταμφιέζω

From LSJ
Revision as of 09:30, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αβεῑν" to "αβεῖν")

Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit

Menander, Monostichoi, 410
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταμφιέζω Medium diacritics: μεταμφιέζω Low diacritics: μεταμφιέζω Capitals: ΜΕΤΑΜΦΙΕΖΩ
Transliteration A: metamphiézō Transliteration B: metamphiezō Transliteration C: metamfiezo Beta Code: metamfie/zw

English (LSJ)

later for μεταμφιάζω.

French (Bailly abrégé)

c. μεταμφιάζομαι.

Greek Monolingual

(ΑΜ μεταμφιέζω και μεταμφιάζω)
1. αλλάζω το ένδυμα κάποιου, ντύνω κάποιον με άλλο ένδυμα («μεταμφιέσασα τὸν μὲν Κροῑσον ἠνάγκασε τὴν οἰκέτου... σκευὴν ἀναλαβεῖν», Λουκιαν.)
2. μέσ. μτφ. μεταμορφώνομαι, αλλάζω τη μορφή μου με άλλη («ἀποδυσάμενος τὸν Πυθαγόραν τίνα μετημφιάσω μετ' αὐτόν;», Λουκιαν.)
νεοελλ.
1. αλλάζω την αμφίεση κάποιου για να μεταμορφωθεί και να μην αναγνωριστεί
2. μέσ. μεταμφιέζομαι
μεταμορφώνομαι, μασκαρεύομαι
3. (το αρσ. και θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ο μεταμφιεσμένος, η μεταμφιεσμένη
προσωπιδοφόρος, μασκαράς της Αποκριάς
μσν.
1. ντύνω κάποιον με το ένδυμα του μοναχού και του αλλάζω το κοσμικό όνομα
2. μέσ. αλλάζω χαρακτήρα
αρχ.
μτφ. μεταβάλλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἀμφιάζω και ἀμφιέζω «ντύνω»].

Russian (Dvoretsky)

μεταμφιέζω: Plut., Luc. = μεταμφιάζω.