ενιδρύω

From LSJ
Revision as of 18:10, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source

Greek Monolingual

(AM ἐνιδρύω)
ιδρύω σ' έναν τόπο, εγκαθιδρύω, τοποθετώ μέσα, θεμελιώνω («τὸν θεὸν ἐδεξάμην τε καὶ ἐνίδρυσα τῇ ψυχῇ», Θεμίστ.)
μσν.
εγκαθιστώ («τὸν Θεοδόσιον Ἀρκάδιον ἐνίδρυσε τοῖς βασιλείοις θρόνοις», Μανασσ.)
αρχ.
1. μέσ. ενιδρύομαι
χτίζω, θεμελιώνω, οικοδομώ για τον εαυτό μου
2. παθ. α) φοιτώ, συχνάζω
β) έχω ιδρυθεί μέσα σε κάτι
3. (αμτβ.) εγκαθίσταμαι.