ἐπισυμπίπτω
λύπης ἰατρός ἐστιν ὁ χρηστὸς φίλος → a true friend is grief's physician, a worthy friend is a physician to your pain
English (LSJ)
A collapse, decay, Ph.2.221, Anon.Lond.27.31 ; spring together again, Str.6.1.12 ; contract, of the heart in systole, Ruf.Syn.Puls.3. II happen besides or in addition to, τοῖς γεγονόσιν J.AJ15.10.3 ; -πίπτουσαι διαστροφαί casual distortions, Ptol.Tetr.108.
German (Pape)
[Seite 987] (s. πίπτω), darauf zusammenfallen, zugleich damit verfallen, Ios. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισυμπίπτω: μέλλ. -πεσοῦμαι, ἐπισυμπίπτει οὐ μέτριον εὐτύχημα τοῖς ἤδη γεγονόσιν, συμπίπτει ἐπὶ τοῖς ἤδη γεγονόσι, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 10, 3· ἀπολ., Φίλων 2. 221.
Greek Monolingual
ἐπισυμπίπτω (Α)
1. αναπηδώ μαζί ξανά
2. συμβαίνω κατόπιν ή επί πλέον [«ἐπισυμπίπτει οὐ μέτριον εὐτύχημα τοῖς ἤδη γεγονόσιν», Ιώσ.)
3. συμπίπτω.