ἐπεκχέω

From LSJ
Revision as of 18:15, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεκχέω Medium diacritics: ἐπεκχέω Low diacritics: επεκχέω Capitals: ΕΠΕΚΧΕΩ
Transliteration A: epekchéō Transliteration B: epekcheō Transliteration C: epekcheo Beta Code: e)pekxe/w

English (LSJ)

A pour out upon, Anon. ap. Suid. s.v. θραυλοτέρας:—Pass., rush upon, τοῖς πολεμίοις LXX Ju.15.4, cf. PTeb.39.24 (ii B. C.); to be stretched upon, τινί Q.S.10.481.

German (Pape)

[Seite 914] (s. χέω), noch dazu ausgießen, Ios. – Pass. darüber ausgebreitet werden, Qu. Sm. 10, 481.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεκχέω: μέλλ. -χεῶ, ἐκχύνω ἐπάνω εἴς τι, ἐπιχέω, Σουΐδ. ἐν λέξει θραυλοτέρας: - Μέσ., χύνομαι κατεπάνω τινός, ἐφορμῶ κατ’ αὐτοῦ, ἵνα πάντες ἐπεκχυθῶσι τοῖς πολεμίοις Ἑβδ. (Ἰουδὶθ ΙΕ΄, 4), ἐκτείνομαι, ἐξαπλώνομαι ἐπάνω εἴς τι, Εὐάδνην..., ἐπεκχυμένην μελέεσσιν ἀμφὶ πόσιν Κόϊντ. Σμ. 10. 481.

Greek Monolingual

ἐπεκχέω (Α) εκχέω
1. χύνω πάνω σε κάτι
2. μέσ. ἐπεκχέομαι
ξεχύνομαι, ορμώ εναντίον κάποιου («ἵνα πάντες ἐπεκχυθέντες τοῖς πολεμίοις», ΠΔ)
3. μέσ. εξαπλώνομαι κάπου.