θειώ

From LSJ
Revision as of 16:28, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237

Greek Monolingual

(I)
θειῶ, -όω (Α) [[[θείος]] (Ι)]
κάνω κάτι θείο, αφιερώνω στον θεό, καθαγιάζω.
(II)
θειῶ, -όω, επικ. τ. θεειόω (Α) [[[θείο]] (ΙΙ)]
(ενεργ. και μέσ.) θειῶ και θειοῦμαι
καπνίζω με θειάφι, θειαφίζω
αρχ.
μτφ. καθαρίζω, προσπαθώ να καθαρίσω
2. (στην αλχημεία) προσθέτω σε κάτι θειάφι
3. μέσ. εξαγνίζω, αγιάζω.