κλονώ

From LSJ
Revision as of 16:30, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132

Greek Monolingual

(AM κλονῶ, -έω) κλόνος
ταράζω, προκαλώ απώλεια σταθερότητας, κλονίζω (α. «ψάμαθοι κύμασιν ριπαῖς τ' ἀνέμων κλονέονται», Πίνδ.
β. «πάθη κλονεῖν τὴν ψυχήν», Φίλ.)
αρχ.
1. προκαλώ σε κάποιον σύγχυση ή τρέπω σε φυγή («Ἕκτορα δ' ἀσπερχὲς κλονέων ἔφεπ' ὠκὺς Ἀχιλλεύς», Ομ. Ιλ.)
2. μέσ. κλονοῦμαι, -έομαι
α) τρέχω ορμητικά, ορμώ («τοὺς γὰρ ἀνώγειν σφοὺς ἵππους ἔχεμεν, μηδὲ κλονέεσθαι ὁμίλῳ», Ομ. Ιλ.)
β) ανατινάσσομαι, χοροπηδώ
γ) (για μέλισσες) δημιουργώ σμήνος.