μονώνω

From LSJ
Revision as of 16:30, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)

Source

Greek Monolingual

(ΑΜ μονῶ, -όω Μ και μονώνω)
μόνος
κάνω κάτι να μείνει μόνο ή ερημικό, αποχωρίζω κάτι από κάτι άλλο, απομονώνω
νεοελλ.
(σχετικά με ηλεκτρικό ρεύμα, θερμότητα ή ήχο) κάνω μόνωση
νεοελλ.-μσν.
(η μτχ. παθ. παρακμ.) μεμονωμένος, -η, -ο(ν)
μοναδικός, μόνος («μεμονωμένη περίπτωση»)
μσν.
(η μτχ. παθ. παρακμ.) μοναχός, ολομόναχος
(μσν.αρχ.) αφήνω, εγκαταλείπω
αρχ.
(συν. το παθ.) μονοῦμαι, -όομαι
α) (για ζώο) συλλαμβάνομαι
β) (για την ψυχή) αποχωρίζομαι από το σώμα
δ) χωρίζομαι από κάτι, στερούμαι από κάτι.