ξυλώ

From LSJ
Revision as of 16:39, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")

οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep

Source

Greek Monolingual

ξυλῶ, -όω (Α) ξύλον
1. μεταβάλλω κάτι σε ξύλο
2. κατασκευάζω κάτι από ξύλο («τὸν οἶκον τὸν μέγαν ἐξύλωσε ξύλοις κεδρίνοις», ΠΔ)
3. παθ. ξυλοῦμαι, -όομαι
α) γίνομαι ξύλο («ξυλοῡται γὰρ σκληρυνόμενα οἷον ἐν τοῖς φοίνιξι», Θεόφρ.)
β) (για πρόσ. προσβεβλημένα από τέτανο) γίνομαι σκληρός και άκαμπτος σαν ξύλο, αποκτώ ακαμψία ξύλου.