ευστοχώ

From LSJ
Revision as of 20:20, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source

Greek Monolingual

(ΑΜ εὐστοχῶ, -έω) εύστοχος
1. πετυχαίνω τον στόχο, χτυπώ με ακρίβεια κάτι («το όπλο του δεν ευστόχησε»)
2. πετυχαίνω τον σκοπό μου
νεοελλ.
σκέπτομαι και ενεργώ σωστά
αρχ.
1. επωφελούμαι από κάτι, εκμεταλλεύομαι («ἄνδρα δυνάμενον πάσης εὐστοχεῖν περιστάσεως», Πολ.)
2. συμπεραίνω.