ευστοχώ
From LSJ
Greek Monolingual
(ΑΜ εὐστοχῶ, -έω) εύστοχος
1. πετυχαίνω τον στόχο, χτυπώ με ακρίβεια κάτι («το όπλο του δεν ευστόχησε»)
2. πετυχαίνω τον σκοπό μου
νεοελλ.
σκέπτομαι και ενεργώ σωστά
αρχ.
1. επωφελούμαι από κάτι, εκμεταλλεύομαι («ἄνδρα δυνάμενον πάσης εὐστοχεῖν περιστάσεως», Πολ.)
2. συμπεραίνω.