εποπτεύω
From LSJ
Greek Monolingual
(AM ἐποπτεύω) επόπτης
1. επιβλέπω, επιτηρώ (α. «εποπτεύει τα λιμενικά έργα» β. «ἄλλοτε ἄλλον ἐποπτεύει χάρις... φόρμιγγι», Πίνδ.)
2. (για νόμους κ.λπ.) επαγρυπνώ για την τήρησή τους («τῶν περὶ νόμους ἐποπτευόντων», Πλάτ.)
αρχ.
1. παίρνω την τελευταία μύηση, τον τελευταίο βαθμό στα ελευσίνια μυστήρια («ἥν ἐκ τοῦ ξενίζειν τε καὶ μυεῖν καὶ ἐποπτεύειν πραγματεύονται», Πλάτ.)
2. παρατηρώ ως επόπτης στα ελευσίνια μυστήρια («φάσματα μυούμενοί τε καὶ ἐποπτεύοντες ἐν αὐγῇ καθαρᾷ», Πλάτ.)
3. μελετώ, σπουδάζω
4. διατηρώ, διασώζω («ἐποπτεύσαντες τὴν ἐν φόβῳ ἁγνὴν ἀναστροφὴν ὑμῶν», ΚΔ).