προσφωνώ

From LSJ
Revision as of 08:40, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek Monolingual

προσφωνῶ, -έω, ΝΜΑ
απευθύνω σε κάποιον χαιρετιστήριο λόγο, κάνω προσφώνηση, προσαγορεύω (α. «τον πρόεδρο της Δημοκρατίας προσφώνησε ο δήμαρχος» β. «πολλῆς δὲ σιγῆς γενομένης προσεφώνησε... λέγων», ΚΔ)
αρχ.
1. καλώ κάποιον με το όνομά του («Ἀλέξανδρον θέλεις ὀνόματι προσφωνεῖν», Ευρ.)
2. χαιρετίζω κάποιον ως... («προσκυνησάντων αὐτὸν καὶ προσφωνησάντων βασιλέα», Πολ.)
3. λέγω («οὔ σοι προσήκει τήνδε προσφωνεῖν φάτιν», Σοφ.)
4. αφιερώνω σε κάποιον σύγγραμμα («τὰς αὑτοῦ πράξεις ἀναγράφων ἐκείνῳ προσεφώνησεν», Πλούτ.)
5. δίνω οδηγίες ή διαταγές
6. ειδοποιώ, γνωστοποιώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + φωνῶ (< φωνή)].