ὑπομνηματίζω

Revision as of 08:59, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

German (Pape)

[Seite 1226] zur Erinnerung, zum Andenken aufschreiben, ins Gedenkbuch eintragen, τί, auch im med., Pol. 5, 33, 5 u. Sp. – Med. ὑπομνηματίζεσθαί τινα, einen Schriftsteller erklären, bes. einen Commentar über ihn schreiben, οἱ ὑπομνηματισάμενοι, die Commentatoren, Gramm., wie Apoll. Dysc. de synt. p. 156; περὶ ὕψους Longin. 1.

Greek Monolingual

ὑπομνηματίζω, ΝΑ ὑπόμνημα, -ατος]
συντάσσω ερμηνευτικές σημειώσεις σε κείμενα συγγραφέων, σχολιάζω
αρχ.
(κυρίως μέσ. και παθ.) ὑπομνηματίζομαι
α) συγγράφω απομνημονεύματα («τὰ δ' ἐν τῷ περὶ ψυχῆς διαλόγῳ ῥηθέντα κατ' ἰδίαν ὑπομνηματισάμενός σοι παρέξομαι», Πλούτ.)
β) εκθέτω εγγράφως
γ) γράφω από μνήμης σημειώσεις σχετικά με γεγονότα, με συμβάντα («οἱ τὰ κατὰ καιροὺς ἐν ταῖς χρονογραφίαις ὑπομνηματιζόμενοι», Πολ.)
δ) συγγράφω ερμηνευτικά σχόλια σε σύγγραμμα, ερμηνεύω, σχολιάζω
ε) συντάσσω πραγματεία σχετικά με ένα θέμα («περὶ τῶν ἐν τοῖς Πυρρωνείοις ὑπομνηματιζόμενοι διεξῄειμεν», Σέξτ. Εμπ.).