πύρα

From LSJ
Revision as of 09:05, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "νοῡς " to "νοῦς ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid

Menander, Monostichoi, 435

Greek Monolingual

η, ΝΜ
μτφ. το ερωτικό πάθος («κι ἀπὸ τὴν πύραν τὴν πολλὴν ὁ νοῦς της ἐσκορπᾱτον», Διγεν. Ακρ.)
νεοελλ.
1. η ακτινοβολία της θερμότητας της φωτιάς, πυράδα
2. φλόγωση ασθενούς μέλους του σώματος ή ερεθισμός πληγής
3. η θερμότητα που οφείλεται στον παραπάνω ερεθισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το ρ. πυρῶ / πυρώνω (πρβλ. κάψα: καψώνω)].