επιταχύνω

From LSJ
Revision as of 14:15, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μᾱλλον" to "μᾶλλον")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source

Greek Monolingual

ἐπιταχύνω) ταχύνω
αυξάνω την ταχύτητα, επισπεύδω, κάνω ταχύτερη μια κίνηση ή ενέργεια (α. «επιταχύνω το βήμα» β. «επιταχύνω την επιστροφή» γ. «Ποτίδαια ἀπoστᾱσα καὶ πολιορκουμένη μᾶλλον ἐπετάχυνε τὸν πόλεμον», Πλούτ.)
αρχ.
φρ. «επιταχύνω φράσιν ή σύνθεσιν» — καθιστώ τη φράση ή τη σύνθεση ρέουσα.