τετραπλός
From LSJ
οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
Greek Monolingual
-ή, -ό / τετραπλοῡς, -οῦν
, ΝΑ, και λόγ. τ. τετραπλούς, -ούν, Ν, και τετραπλόος, -όη, -ον, Α
αυτός που επαναλαμβάνεται τέσσερεις φορές, ο τέσσερεις φορές περισσότερος ή μεγαλύτερος, ο τετραπλάσιος
νεοελλ.
αυτός που αποτελείται από τέσσερα όμοια πράγματα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ τετραπλοῦν
η τετραμοιρία.
επίρρ...
τετραπλῶς Α
τετραπλασίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -πλός].